Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η καμπίνα

См. также в других словарях:

  • καμπίνα — η θαλαμίσκος, μικρό δωμάτιο πλοίου, αεροπλάνου, θαλάσσιου λουτρώνα κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cabina] …   Dictionary of Greek

  • καμπίνα — η (λ. ιταλ.), μικρός θάλαμος πλοίου, αεροπλάνου κ.ά.: Έχει πολλές καμπίνες το πλοίο αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… …   Dictionary of Greek

  • σχοινοσιδηρόδρομος — Λέγεται και σχοινόδρομος. Σύστημα εναέριου σιδηρόδρομου για τη μεταφορά ατόμων. Η σιδηροτροχιά του σ. αποτελείται από δύο ατσάλινα σύρματα, ένα για την άνοδο κι ένα για την κάθοδο. Τα οχήματα είναι καμπίνες κατασκευασμένες από ξύλο ή από μέταλλο… …   Dictionary of Greek

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • κοιτωνίσκος — ο (Α κοιτωνίσκος) νεοελλ. (στα πλοία) μικρό δωμάτιο ύπνου τών επιβατών, καμπίνα αρχ. μικρός κοιτώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτών + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αστερ ίσκος, ορμ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • κοκέτα — (I) και κουκέτα, η μικρό κρεβάτι σε καμπίνα πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cuccetta]. (II) η βλ. κοκέτης …   Dictionary of Greek

  • κουκέτα — η 1. μικρό κρεβάτι σε καμπίνα πλοίου, αλλ. κοκέτα 2. στον πληθ. οι κουκέτες κρεβάτια, συνήθως παιδικά, τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cuccetta] …   Dictionary of Greek

  • μπανιέρα — η 1. μεγάλη λεκάνη από μάρμαρο ή πορσελάνη σε λουτρό σπιτιού, όπου κανείς λούζεται και πλένει το σώμα του, λουτήρας 2. καμπίνα σε χώρο θαλάσσιων λουτρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάνιο + κατάλ. ιέρα (πρβλ. φρουτ ιέρα)] …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • φινιστρίνι — και φινεστρίνι και φιλιστρίνι, το, Ν μικρό στρογγυλό παράθυρο σε καμπίνα πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. finestrino, υποκορ. του finestra «παράθυρο». Ο τ. φινιστρίνι με αφομοιωτική τροπή του ε σε ι , ενώ ο τ. φιλιστρίνι με ανομοίωση τού ν σε λ ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»